νεοπρένιο

νεοπρένιο
το
χημ. είδος συνθετικού καουτσούκ που παρασκευάζεται με πολυμερισμό τού χλωροπρενίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. αντιδάνειου ως προς το α' συνθετικό ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neoprene].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυχλωροπρένιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) άλλη ονομασία τού πολυμερούς υλικού νεοπρένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. polychloroprene < πολυ * + χλωρο + prene (< isoprene, πρβλ. ισοπρένιο)] …   Dictionary of Greek

  • Κάροδερς, Γουάλας Χιουμ — (Wallace Hume Carothers, Μπέρλινγκτον, Αϊόβα 1896 – Φιλαδέλφεια, Πενσιλβάνια 1937). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Ιλινόις το 1921 και αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του (1924) δίδαξε οργανική χημεία στο Ιλινόις και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”